ομοιομορφισμός

ομοιομορφισμός
ο
1. τάση για επίτευξη όμοιας μορφής με κάτι
2. γεωλ. η θεωρία σύμφωνα με την οποία οι φυσικές χημικές, βαρυτικές και γεωλογικές διεργασίες είναι ανεξάρτητες από τον χρόνο, αλλ. αρχή τής ομοιομορφίας
3. (κρυσταλλ.) φαινόμενο που σχετίζεται με τις αναλογίες τών κρυσταλλικών μορφών ορισμένων χημικών ενώσεων
4. μαθ. συνεχής και αμφιμονοσήμαντη απεικόνιση ενός τοπολογικού χώρου Χ επί τού τοπολογικού χώρου Υ η οποία απεικονίζει ανοιχτά σύνολα τού Χ σε ανοιχτά σύνολα τού Υ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομοιόμορφος + -ισμός*].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • μιμητισμός — Η ικανότητα πολλών ζώων και φυτών να παίρνουν μορφές, χρώματα, στάσεις, χαρακτηριστικά άλλων ειδών ή αντικειμένων του εξωτερικού περιβάλλοντος. Η μίμηση αυτή ενεργεί ως προστατευτικό καμουφλάρισμα, όταν συντελεί στην προστασία από τις επιθέσεις… …   Dictionary of Greek

  • ομοιομορφία — η 1. ομοιότητα μορφής 2. (κρυσταλλ.) ο ομοιομορφισμός 3. βιολ. α) η ταυτότητα στη δομή, στη μορφή και στο μέγεθος μεταξύ δύο οντοτήτων τού έμβιου κόσμου β) το φαινόμενο κατά το οποίο άτομα που ανήκουν στο ίδιο ζωικό είδος εμφανίζονται υπό μία και …   Dictionary of Greek

  • μετασχηματισμός (συνόλου) — Ο όρος χρησιμοποιείται στα μαθηματικά ως συνώνυμος του όρου αμφιμονοσήμαντη απεικόνιση (ένα προς ένα απεικόνιση) ενός συνόλου στον εαυτό του. Έστω I είναι ένα σύνολο (διαφορετικό από το κενό) και t ένας μετασχηματισμός του Ι. Τότε σε κάθε… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”