- ομοιομορφισμός
- ο1. τάση για επίτευξη όμοιας μορφής με κάτι2. γεωλ. η θεωρία σύμφωνα με την οποία οι φυσικές χημικές, βαρυτικές και γεωλογικές διεργασίες είναι ανεξάρτητες από τον χρόνο, αλλ. αρχή τής ομοιομορφίας3. (κρυσταλλ.) φαινόμενο που σχετίζεται με τις αναλογίες τών κρυσταλλικών μορφών ορισμένων χημικών ενώσεων4. μαθ. συνεχής και αμφιμονοσήμαντη απεικόνιση ενός τοπολογικού χώρου Χ επί τού τοπολογικού χώρου Υ η οποία απεικονίζει ανοιχτά σύνολα τού Χ σε ανοιχτά σύνολα τού Υ.[ΕΤΥΜΟΛ. < ομοιόμορφος + -ισμός*].
Dictionary of Greek. 2013.